αμοραλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμοραλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική amoraliste[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμοραλιστής αρσενικό
- αυτός που δεν υπολογίζει ηθικούς φραγμούς μπροστά στην προσωπική κοινωνική άνοδο και οικονομική επιτυχία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- ↑ αμοραλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας