αμφικτυονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφικτυονία < αρχαία ελληνική Ἀμφικτυονία / Ἀμφικτυονεία < ἀμφικτίονες < ἀμφί + κτίζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμφικτυονία θηλυκό
- (ιστορία, στην Αρχαία Ελλάδα) θρησκευτική οργάνωση γειτονικών πόλεων υπό την προστασία ενός θεού με ναό κοινής λατρείας
- (πολιτική) πολιτική συνομοσπονδία πόλεων-κρατών
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αμφικτύονες / αμφικτίονες
- αμφικτυονικός / αμφικτιονικός
- → δείτε τις λέξεις αμφί και κτίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμφικτυονία