ανθρωπάκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανθρωπάκος οι (ανθρωπάκοι)
      γενική του ανθρωπάκου των ανθρωπάκων
    αιτιατική τον ανθρωπάκο τους ανθρωπάκους
     κλητική ανθρωπάκο (ανθρωπάκοι)
Σπάνια η ονομαστική πληθυντικού.
Χρησιμοποιείται το ανθρωπάκια από το ανθρωπάκι.
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωπάκος < άνθρωπ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθρωπάκος αρσενικό, μόνο στον ενικό

  • άλλη μορφή του ανθρωπάκι
    Ο αυστριακός ψυχαναλυτής Βίλχελμ Ράιχ ζούσε στη Νέα Υόρκη όταν έγραψε το 1945 το γνωστό του δοκίμιο «Άκου ανθρωπάκο» στα γερμανικά. Μεταφράστηκε στα αγγλικά το 1948.

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • σαν πληθυντικός χρησιμοποιείται ο πληθυντικός από το ανθρωπάκι