αντιεισαγγελέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η αντιεισαγγελέας οι αντιεισαγγελείς
      γενική του
του/της
αντιεισαγγελέα
αντιεισαγγελέως
των αντιεισαγγελέων
    αιτιατική τον/την αντιεισαγγελέα τους/τις αντιεισαγγελείς
     κλητική αντιεισαγγελέα αντιεισαγγελείς
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό.
Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος.
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντιεισαγγελέας < αντι- + εισαγγελέας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντιεισαγγελέας αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]