αντιφεμινιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιφεμινιστής < (άμεσο δάνειο) αγγλική antifeminist < anti- (αντι-) + feminist (φεμινισμός)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιφεμινιστής αρσενικό (θηλυκό: αντιφεμινίστρια)
- οπαδός του αντιφεμινισμού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιφεμινιστής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντι- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)