αντιφεμινισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιφεμινισμός < αγγλική antifeminism < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική féminisme < λατινική femininus < femina < πρωτοϊταλικά *fēmanā < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *dʰeh₁-m̥h₁n-éh₂ < *dʰeh₁(y)- (γαλουχώ, θηλάζω, βυζαίνω)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιφεμινισμός αρσενικό
[επεξεργασία]
- αντιφεμινιστής
- αντιφεμινιστικά
- αντιφεμινιστικός
- αντιφεμινίστρια
- → δείτε τις λέξεις αντί και φεμινισμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιφεμινισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγρός'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)