απείκασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απείκασμα < αρχαία ελληνική ἀπείκασμα < ἀπεικάζω < εἰκάζω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απείκασμα ουδέτερο
- (λόγιο) ομοίωμα, είδωλο
- (λόγιο) απεικόνιση