αποκηρύσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αποκηρύσσω < (ελληνιστική κοινήἀποκηρύσσω

αποκηρύσσω θηλυκό (παθητική φωνή: αποκηρύσσομαι)

  1. απομακρύνω κάποιον από το σώμα θεσμού, οργάνωσης, ομάδας συνήθως λόγω θεμελιώδους ιδεολογικής διαφωνίας (ή διότι το άτομο αυτό δεν αποδέχεται τον τρόπο λειτουργίας της οργάνωσης και τις μεθόδους της ηγεσίας)
  2. απαρνιέμαι απόψεις, πεποιθήσεις κ.λπ. και -ενδεχομένως- τις αποδοκιμάζω
  3. (νομικός όρος) (δημόσια και επίσημα) απαρνιέμαι τέκνο
     συνώνυμα: αποκληρώνω
     αντώνυμα: αναγνωρίζω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]