αποκτηνωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αποκτηνωτικός η αποκτηνωτική το αποκτηνωτικό
      γενική του αποκτηνωτικού της αποκτηνωτικής του αποκτηνωτικού
    αιτιατική τον αποκτηνωτικό την αποκτηνωτική το αποκτηνωτικό
     κλητική αποκτηνωτικέ αποκτηνωτική αποκτηνωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αποκτηνωτικοί οι αποκτηνωτικές τα αποκτηνωτικά
      γενική των αποκτηνωτικών των αποκτηνωτικών των αποκτηνωτικών
    αιτιατική τους αποκτηνωτικούς τις αποκτηνωτικές τα αποκτηνωτικά
     κλητική αποκτηνωτικοί αποκτηνωτικές αποκτηνωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκτηνωτικός < αποκτηνώνω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

αποκτηνωτικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]