αρμόζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἁρμόζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αρμόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμόζω < ἁρμόττω < ἁρμός < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί)

αρμόζω

  1. (συνήθως στο γ' πρόσωπο') ταιριάζω, είμαι ο κατάλληλος από ηθική άποψη.
  2. προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι.
    ⮡  αυτά τα λόγια δεν αρμόζουν σε έναν νέο άνθρωπο.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]