αρμόζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αρμόζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἁρμόζω < ἁρμόττω < ἁρμός < ἀραρίσκω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂er- (συνδέω, ταιριάζω, τοποθετώ μαζί)
Ρήμα
[επεξεργασία]αρμόζω
- (συνήθως στο γ' πρόσωπο') ταιριάζω, είμαι ο κατάλληλος από ηθική άποψη.
- προσαρμόζομαι, συνταιριάζομαι.
- ⮡ αυτά τα λόγια δεν αρμόζουν σε έναν νέο άνθρωπο.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ιδιωματικό: αππαρθενεύω / απαρθενεύω και άλλες μορφές
Σύνθετα
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αρμόζω | άρμοζα | θα αρμόζω | να αρμόζω | αρμόζοντας | |
β' ενικ. | αρμόζεις | άρμοζες | θα αρμόζεις | να αρμόζεις | άρμοζε | |
γ' ενικ. | αρμόζει | άρμοζε | θα αρμόζει | να αρμόζει | ||
α' πληθ. | αρμόζουμε | αρμόζαμε | θα αρμόζουμε | να αρμόζουμε | ||
β' πληθ. | αρμόζετε | αρμόζατε | θα αρμόζετε | να αρμόζετε | αρμόζετε | |
γ' πληθ. | αρμόζουν(ε) | άρμοζαν αρμόζαν(ε) |
θα αρμόζουν(ε) | να αρμόζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άρμοσα | θα αρμόσω | να αρμόσω | αρμόσει | ||
β' ενικ. | άρμοσες | θα αρμόσεις | να αρμόσεις | άρμοσε | ||
γ' ενικ. | άρμοσε | θα αρμόσει | να αρμόσει | |||
α' πληθ. | αρμόσαμε | θα αρμόσουμε | να αρμόσουμε | |||
β' πληθ. | αρμόσατε | θα αρμόσετε | να αρμόσετε | αρμόστε | ||
γ' πληθ. | άρμοσαν αρμόσαν(ε) |
θα αρμόσουν(ε) | να αρμόσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αρμόσει | είχα αρμόσει | θα έχω αρμόσει | να έχω αρμόσει | ||
β' ενικ. | έχεις αρμόσει | είχες αρμόσει | θα έχεις αρμόσει | να έχεις αρμόσει | έχε αρμοσμένο | |
γ' ενικ. | έχει αρμόσει | είχε αρμόσει | θα έχει αρμόσει | να έχει αρμόσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αρμόσει | είχαμε αρμόσει | θα έχουμε αρμόσει | να έχουμε αρμόσει | ||
β' πληθ. | έχετε αρμόσει | είχατε αρμόσει | θα έχετε αρμόσει | να έχετε αρμόσει | έχετε αρμοσμένο | |
γ' πληθ. | έχουν αρμόσει | είχαν αρμόσει | θα έχουν αρμόσει | να έχουν αρμόσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αρμοσμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αρμοσμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αρμοσμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αρμοσμένο |