αρχαιοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αρχαιοφύλακας | οι | αρχαιοφύλακες |
γενική | του του/της |
αρχαιοφύλακα αρχαιοφύλακος |
των | αρχαιοφυλάκων |
αιτιατική | τον/την | αρχαιοφύλακα | τους/τις | αρχαιοφύλακες |
κλητική | αρχαιοφύλακα | αρχαιοφύλακες | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού, σε -ος, σε -α, δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «επιστήμονας». | ||||
Κατηγορία όπως «επιστήμονας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾ.çe.oˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χαι‐ο‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχαιοφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρχαιοφύλακας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'επιστήμονας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αρχαιο- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)