αστράβη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αστράβη | οι | αστράβες |
γενική | της | αστράβης | των | αστραβών |
αιτιατική | την | αστράβη | τις | αστράβες |
κλητική | αστράβη | αστράβες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αστράβη < αρχαία ελληνική ἀστράβη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αστράβη θηλυκό
- (ναυπηγικός όρος, ναυτικός όρος) δοκάρι ή στήριγμα ανάμεσα στις εγκάρσιες δοκούς ενός πλοίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστράβη