ατμοπλοΐα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατμοπλοΐα < ατμόπλοι(ο) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική steam navigation
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμοπλοΐα θηλυκό
- (ναυτικός όρος) η συγκοινωνία που διεξάγεται με ατμόπλοια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμοπλοΐα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ατμο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ία (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)