αυτογονιμοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αυτογονιμοποίηση | οι | αυτογονιμοποιήσεις |
γενική | της | αυτογονιμοποίησης | των | αυτογονιμοποιήσεων |
αιτιατική | την | αυτογονιμοποίηση | τις | αυτογονιμοποιήσεις |
κλητική | αυτογονιμοποίηση | αυτογονιμοποιήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτογονιμοποίηση < αυτο- + γονιμοποίηση μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική autofécondation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτογονιμοποίηση θηλυκό
- (βιολογία) η γονιμοποίηση των ωαρίων από τα σπέρματα στο εσωτερικό του ίδιου όντος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτογονιμοποίηση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παγκοσμιοποίηση' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ποίηση (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)