αυτοκέφαλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοκέφαλο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αυτοκέφαλος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αυτοκέφαλο ουδέτερο
- (θρησκεία) το να είναι μια εκκλησία αυτοκέφαλη
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοκέφαλο
|