αυτοχρηματοδοτούμαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αυτοχρηματοδοτούμαι < αυτοχρηματοδότηση + -ούμαι (αναδρομικός σχηματισμός).[1] Μορφολογικά αναλύεται σε αυτο- + χρηματοδότηση.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fto.xɾi.ma.to.ðoˈtu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐το‐χρη‐μα‐το‐δο‐τού‐μαι

Ρήμα[επεξεργασία]

αυτοχρηματοδοτούμαι, μτχ.π.ε.: αυτοχρηματοδοτούμενος, π.αόρ.: αυτοχρηματοδοτήθηκα, μτχ.π.π.: αυτοχρηματοδοτημένος

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις αυτός, χρηματοδοτώ, χρήμα και δίνω

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]