αφιονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αφιονισμός οι αφιονισμοί
      γενική του αφιονισμού των αφιονισμών
    αιτιατική τον αφιονισμό τους αφιονισμούς
     κλητική αφιονισμέ αφιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφιονισμός < αφιονίζω αφιονισ- + επίθημα -μός[1] < τουρκικά afyon

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.fço.niˈzmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφιονισμός αρσενικό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]