αφροντισιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αφροντισιά οι αφροντισιές
      γενική της αφροντισιάς των αφροντισιών
    αιτιατική την αφροντισιά τις αφροντισιές
     κλητική αφροντισιά αφροντισιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αφροντισιά < μεσαιωνική ελληνική αφροντισία < φροντίζω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αφροντισιά θηλυκό

  1. (σπάνιο) ανεμελιά, ξενοιασιά
  2. (σπάνιο) ατημελησία, αμέλεια, αδιαφορία

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]