βαγονέτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βαγονέτο | τα | βαγονέτα |
γενική | του | βαγονέτου | των | βαγονέτων |
αιτιατική | το | βαγονέτο | τα | βαγονέτα |
κλητική | βαγονέτο | βαγονέτα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαγονέτο < (άμεσο δάνειο) ιταλική vagonetto, υποκοριστικό του vagone (βαγόνι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βαγονέτο ουδέτερο
- μικρό ανοιχτό βαγόνι που χρησιμοποιείται σε ορυχεία
- βαγονέτο κουζίνας: μεγάλο συρτάρι με μηχανισμό κύλισης, που χρησιμοποιείται στην κουζίνα (για τοποθέτηση μπουκαλιών, πιάτων κ.ο.κ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη βαγόνι