βολφραμιούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βολφραμιούχος, -α, -ο
- (χημεία): χημική ένωση που φέρει στο μόριό της άτομο βολφραμίου
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βολφραμιούχος
|