βούλομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια,
ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης.

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ρήμα[επεξεργασία]

βούλομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βούλομαι < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

βούλομαι

  1. θέλω, επιθυμώ
  2. προτιμώ

Συγγενικά[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
βουλ- 
  • → δείτε και τη λέξη βάλλω

Κλίση[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Πηγές[επεξεργασία]