βυζαντινολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βυζαντινολογία < βυζαντινολόγος + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βυζαντινολογία θηλυκό
- επιστημονικός κλάδος που μελετά τη βυζαντινή ιστορία και πολιτισμό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- βυζαντινολογικός
- → δείτε τις λέξεις Βυζάντιο και λέγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βυζαντινολογία