γαλακτόμετρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γαλακτόμετρο τα γαλακτόμετρα
      γενική του γαλακτόμετρου
γαλακτομέτρου
των γαλακτόμετρων
γαλακτομέτρων
    αιτιατική το γαλακτόμετρο τα γαλακτόμετρα
     κλητική γαλακτόμετρο γαλακτόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαλακτόμετρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γαλακτόμετρο ουδέτερο

  1. συσκευή που επιτρέπει να κρίνει κανείς την ποιότητα του γάλακτος και ιδιαίτερα την περιεκτικότητά του σε ανθόγαλα
  2. αραιόμετρο με ειδική διαβάθμιση για τη μέτρηση της πυκνότητας του γάλατος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]