γκέμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκέμι τα γκέμια
      γενική του γκεμιού των γκεμιών
    αιτιατική το γκέμι τα γκέμια
     κλητική γκέμι γκέμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκέμι < (άμεσο δάνειο) τουρκική gem (ίσως < (…) < αρχαία ελληνική κημός) (πιθανό αντιδάνειο)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκέμι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]