γκρουπιέρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γκρουπιέρισσα < κρουπιέρισσα (με παρετυμολόγηση από τη λέξη γκρουπ) < κρουπιέρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα < γαλλική croupier < croupe < φραγκικά *kruppa < πρωτογερμανική *kruppaz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *grewb- < *ger- (γυρίζω, στρέφω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γκρουπιέρισσα θηλυκό
- (επάγγελμα, προφορικό) άλλη μορφή του κρουπιέρισσα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη γκρουπ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γκρουπιέρισσα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ισσα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)