γλυπτοθήκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γλυπτοθήκη < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική glyptothèque, γλυπτό + -θήκη (< τίθημι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γλυπτοθήκη θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γλυπτοθήκη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -θήκη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γλυπτική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)