δευτεράντζα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δευτεράντζα | οι | δευτεράντζες |
γενική | της | δευτεράντζας | — | |
αιτιατική | τη | δευτεράντζα | τις | δευτεράντζες |
κλητική | δευτεράντζα | δευτεράντζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δευτεράντζα θηλυκό
- (προφορικό) (λαϊκότροπο) που είναι μικρότερης αξίας, χαμηλότερου επιπέδου, δεύτερης διαλογής· που υπολείπεται ικανοτήτων, θέσης κ.λπ.
- Η παράσταση ήταν εξαιρετική, όμως το έργο ήταν δευτεράντζα, πολύ κατώτερο του αναμενόμενου.
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δευτεράντζα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -άντζα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)