δεφτέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δεφτέρι | τα | δεφτέρια |
γενική | του | δεφτεριού | των | δεφτεριών |
αιτιατική | το | δεφτέρι | τα | δεφτέρια |
κλητική | δεφτέρι | δεφτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεφτέρι < τουρκική defter < αραβική دفتر (daftar) < αραμαϊκή דהפתּיר (defter) < αρχαία ελληνική διφθέρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεφτέρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του τεφτέρι