τεφτέρι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τεφτέρι | τα | τεφτέρια |
γενική | του | τεφτεριού | των | τεφτεριών |
αιτιατική | το | τεφτέρι | τα | τεφτέρια |
κλητική | τεφτέρι | τεφτέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τεφτέρι < (άμεσο δάνειο) τουρκική defter < αραβική دفتر (daftar) < αραμαϊκή דהפתּיר (defter) < αρχαία ελληνική διφθέρα (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τεφτέρι ουδέτερο
- (παρωχημένο) το σημειωματάριο
- (παρωχημένο) το τετράδιο λογαριασμών ή καταγραφής χρεών
- (παρωχημένο) το κιτάπι
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραμαϊκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)