διαιρετότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαιρετότητα < διαιρετός + -ότητα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική divisibilité)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαιρετότητα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διαιρώ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαιρετότητα