διαπαιδαγώγηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαπαιδαγώγηση οι διαπαιδαγωγήσεις
      γενική της διαπαιδαγώγησης* των διαπαιδαγωγήσεων
    αιτιατική τη διαπαιδαγώγηση τις διαπαιδαγωγήσεις
     κλητική διαπαιδαγώγηση διαπαιδαγωγήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπαιδαγωγήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διαπαιδαγώγηση < διαπαιδαγωγώ + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διαπαιδαγώγηση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]