δουλοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δουλοσύνη < αρχαία ελληνική δουλοσύνη < δούλος + -οσύνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δουλοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα ή η συμπεριφορά ενός δούλου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δουλοσύνη
|