δυνάμωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δυνάμωμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δυνάμωμα < δυναμώ(νω) + -μα. Δείτε και δύναμις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δυνάμωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του δυναμώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δυνάμωμα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)