εκατόχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εκατόχρονος η εκατόχρονη το εκατόχρονο
      γενική του εκατόχρονου της εκατόχρονης του εκατόχρονου
    αιτιατική τον εκατόχρονο την εκατόχρονη το εκατόχρονο
     κλητική εκατόχρονε εκατόχρονη εκατόχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εκατόχρονοι οι εκατόχρονες τα εκατόχρονα
      γενική των εκατόχρονων των εκατόχρονων των εκατόχρονων
    αιτιατική τους εκατόχρονους τις εκατόχρονες τα εκατόχρονα
     κλητική εκατόχρονοι εκατόχρονες εκατόχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκατόχρονος < εκατό + -χρονος

Επίθετο[επεξεργασία]

εκατόχρονος

  1. που είναι εκατό χρονών
  2. που έχει διάρκεια εκατό χρόνων

Ταυτόσημο[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]