εκρέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἐκρέω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκρέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐκρέω < ἐκ + ῥέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *srew- (ρέω) < *ser - (ἀραρίσκω). Συγχρονικά αναλύεται σε εκ- + ρέω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /eˈkɾe.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐κρέ‐ω
παλιότερος συλλαβισμός: εκ‐ρέ‐ω

Ρήμα[επεξεργασία]

εκρέω, πρτ.: εξέρρεα, στ.μέλλ.: θα εκρεύσω, αόρ.: εξέρρευσα (χωρίς παθητική φωνή)

  1. ρέω προς τα έξω
  2. εκβάλλω (για ποτάμι

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]