εμιγκρές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμιγκρές < (λόγιο δάνειο) γαλλική émigré + -ς για προσαρμογή στην κλίση [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.miˈɡɾes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐μι‐γκρές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμιγκρές αρσενικό
- πολιτικὀς φυγάς, αυτοεξόριστος
- ※ Τον φιλοξένησα δύο μήνες στο Βελιγράδι, τότε που περιπλανιόταν εμιγκρές στην Ευρώπη, τον καιρό των συνταγματαρχών στην πατρίδα του. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])
- άλλες μορφές: εμιγκρέ (άκλιτο)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμιγκρές
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ εμιγκρές - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ς (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)