εμψυχωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εμψυχωτής < εμψυχώ(νω) + -τής
- για τη σημασία «επαγγελματίας που εμψυχώνει» < → λείπει η ετυμολογία
- για τον «επαγγελματία που οργανώνει πάρτι» < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /em.psi.xoˈtis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εμ‐ψυ‐χω‐τής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εμψυχωτής αρσενικό (θηλυκό εμψυχώτρια)
- αυτός που εμψυχώνει, που δίνει θάρρος
- (νεολογισμός, επάγγελμα) επαγγελματίας που εμψυχώνει και ευαισθητοποιεί ανθρώπους ή ομάδες ώστε να πετύχουν ένα στόχο που έχουν βάλει. Ιδιαίτερα σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες.
- (νεολογισμός, επάγγελμα) οργανώνει δραστηριότητες σε πάρτι / κοινωνικές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα για παιδιά
- ※ Στις Hνωμένες Πολιτείες εργάζομαι ως σεναριογράφος / εμψυχωτής εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων σε παιδικό μουσείο (Σοφία Μαντουβάλου, Το φάντασμα του μαυροπίνακα, εκδ. Πατάκη, 2016 [1])
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επαγγελματίας που εμψυχώνει
επαγγελματίας που οργανώνει πάρτι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τής (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Χρειάζονται παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)