ενανθρακωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενανθρακωτικός η ενανθρακωτική το ενανθρακωτικό
      γενική του ενανθρακωτικού της ενανθρακωτικής του ενανθρακωτικού
    αιτιατική τον ενανθρακωτικό την ενανθρακωτική το ενανθρακωτικό
     κλητική ενανθρακωτικέ ενανθρακωτική ενανθρακωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενανθρακωτικοί οι ενανθρακωτικές τα ενανθρακωτικά
      γενική των ενανθρακωτικών των ενανθρακωτικών των ενανθρακωτικών
    αιτιατική τους ενανθρακωτικούς τις ενανθρακωτικές τα ενανθρακωτικά
     κλητική ενανθρακωτικοί ενανθρακωτικές ενανθρακωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενανθρακωτικός < ενανθρακώνω + -τικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενανθρακωτικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την ενανθράκωση ή χρησιμοποιείται σ’ αυτή

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]