ενανθρακωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενανθρακωτικός < ενανθρακώνω + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενανθρακωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την ενανθράκωση ή χρησιμοποιείται σ’ αυτή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις ενανθρακώνω και άνθρακας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενανθρακωτικός
|