ενεδρευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενεδρευτής < ελληνιστική κοινή ἐνεδρευτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενεδρευτής αρσενικό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) αυτός που ενεδρεύει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενεδρευτής
|