ενζωοτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενζωοτία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική < αρχαία ελληνική ἐν + ελληνιστική κοινή ζῳότης < αρχαία ελληνική ζῷον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενζωοτία θηλυκό
- (κτηνιατρική) επιδημική αρρώστια που προσβάλλει τα ζώα μιας μόνο μικρής περιοχής ή ενός αγροκτήματος ή με μόνιμο τρόπο ή μόνο σε ορισμένες εποχές
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ενζωοτικός
- → δείτε τις λέξεις εν και ζώο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κτηνιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)