εξελεγκτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξελεγκτικός < εξελέγχω
Επίθετο[επεξεργασία]
εξελεγκτικός
- που (προορίζεται για να) εξελέγχει
- Η Εξελεγκτική Επιτροπή ενός συλλόγου έχει έργο να εξετάζει και διαπιστώνει εάν οι διαχειριστικές πράξεις του Διοικητικού Συμβουλίου έγιναν σύμφωνα με το καταστατικό του συλλόγου.
- που αφορά εξέλεγχο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξελεγκτικός
|