επιρρέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιρρέπεια < αρχαία ελληνική ἐπιρρεπής + -ία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιρρέπεια θηλυκό
- το να είσαι επιρρεπής σε κάτι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιρρέπεια