επιχρωμιωμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιχρωμιωμένος < επι- + χρωμιωμένος
Μετοχή[επεξεργασία]
επιχρωμιωμένος -η, -ο
- (μεταλλουργία) που έχει επίστρωση χρωμίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
επιχρωμιωμένος
|