ευμεταβλησία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευμεταβλησία < ελληνιστική κοινή εὐμεταβλησία < αρχαία ελληνική εὐμετάβλητος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευμεταβλησία θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του ευμετάβλητου, το να είναι κάποιος ευμετάβλητος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ευμεταβλησία
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)