ευχολόγιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ευχολόγιο | τα | ευχολόγια |
γενική | του | ευχολόγιου & ευχολογίου |
των | ευχολόγιων & ευχολογίων |
αιτιατική | το | ευχολόγιο | τα | ευχολόγια |
κλητική | ευχολόγιο | ευχολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευχολόγιο < μεσαιωνική ελληνική εὐχολόγιον < < ευχ(η) + -ο- + -λόγιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ευχολόγιο ουδέτερο
- λειτουργικό βιβλίο της Ορθόδοξης Εκκλησίας με το τελετουργικό τυπικό που ισχύει σε κάθε ακολουθία και τις ανάλογες ευχές. Διακρίνεται σε Μέγα Ευχολόγιο και Μικρό Ευχολόγιο ή «αγιασματάρι».
- λόγια που εκφράζουν περισσότερο ευχές παρά μια ρεαλιστική βάση για τα πράγματα (συνήθως στον πληθυντικό)
- μας είπε ευχολόγια, παρά βάσιμες προτάσεις
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ευχολόγιο