ζυθοπότης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ζυθοπότης < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /zi.θoˈpo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ζυ‐θο‐πό‐της
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ζυθοπότης αρσενικό
- αυτός που καταναλώνει μεγάλη ποσότητα μπίρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ζυθοπότης
|
Πηγές[επεξεργασία]
- Καμπανάς, Ηλίας Ιω. (1990) Μονοτονικό λεξικό της δημοτικής: ορθογραφικό, ερμηνευτικό, ετυμολογικό. Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά.