ηθμοσωλήνας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηθμοσωλήνας οι ηθμοσωλήνες
      γενική του ηθμοσωλήνα των ηθμοσωλήνων
    αιτιατική τον ηθμοσωλήνα τους ηθμοσωλήνες
     κλητική ηθμοσωλήνα ηθμοσωλήνες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηθμοσωλήνας < ηθμός + -ο- + σωλήνας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ηθμοσωλήνας αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]