ηλεκτρόμετρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ηλεκτρόμετρο | τα | ηλεκτρόμετρα |
γενική | του | ηλεκτρόμετρου & ηλεκτρομέτρου |
των | ηλεκτρόμετρων & ηλεκτρομέτρων |
αιτιατική | το | ηλεκτρόμετρο | τα | ηλεκτρόμετρα |
κλητική | ηλεκτρόμετρο | ηλεκτρόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ηλεκτρόμετρο ουδέτερο
- (παρωχημένο) συσκευή μέτρησης της τάση του ηλεκτρικού ρεύματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλεκτρόμετρο