ημερόπλοιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημερόπλοιο ουδέτερο
- πλοίο που εκτελεί σύντομα δρομολόγια αναψυχής για τουρίστες κατά τη διάρκεια της ημέρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημερόπλοιο
|