ημιδιατροφή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ημιδιατροφή θηλυκό
- (σε ξενοδοχεία) η παροχή πρωινού και ενός γεύματος την ημέρα χωρίς επιπλέον οικονομική επιβάρυνση για τον πελάτη, εφόσον η αξία τους είναι ήδη ενσωματωμένη στην τιμή ενοικίασης του δωματίου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ημιδιατροφή